- εξαργυρώνω
- [-ώ (ο)] μετ. обращать в деньги, обменивать на деньги (векселя, чека и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξαργυρώνω — εξαργυρώνω, εξαργύρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξαργυρώνω — (Α ἐξαργυρώ( όω) νεοελλ. ρευστοποιώ, εκποιώ, καταβάλλω ή παίρνω σε χρήμα την αξία συναλλαγματικής, επιταγής, λαχείου που κέρδισε κ.λπ. αρχ. μετατρέπω σε χρήμα, πουλώ («ἔδοξέ μοι τά ἡμίσεα πάσης τῆς ούσίης έξαργυρώσαντα», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
εξαργυρώνω — εξαργύρωσα, εξαργυρώθηκα, εξαργυρωμένος, μτβ. 1. μετατρέπω κάτι σε χρήματα, ρευστοποιώ τίτλους ή ακίνητα, τα εκποιώ, τα σκοτώνω. 2. πληρώνω ή πληρώνομαι σε χρήμα την αξία επιταγής, συναλλαγματικής, γραμματίου, λαχείου που κέρδισε κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
ανεξαργύρωτος — η, ο (για γραμμάτια, επιταγές κ.λπ.) αυτός που δεν έχει εξαργυρωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξαργυρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
αργυρώνω — (AM ἀργυρῶ όω) επαργυρώνω αρχ. ( ούμαι) (για πρόσωπα) ανταμείβομαι με άργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος. ΠΑΡ. αργύρωμα. ΣΥΝΘ. εξαργυρώνω ( ώ), επαργυρώνω ( ώ) αρχ. διαργυρώ, εναργυρώ, καταργυρώ, υπαργυρώ αρχ. μσν. περιαργυρώ νεοελλ. επαργυρώνω] … Dictionary of Greek
εξαργυρίζω — ἐξαργυρίζω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) μεταβάλλω σε αργύριο, σε χρήμα, δίνω κάτι και παίρνω χρήματα, πουλώ, εξαργυρώνω 2. μέσ. παίρνω με τη βία χρήματα από κάποιον («ἐπειδή δε πάντας ἐξηργυρίσαντο», Πολ.) … Dictionary of Greek
εξαργύρωση — η [εξαργυρώνω] μετατροπή ακινήτων ή τίτλων σε χρήμα, εκποίηση, ρευστοποίηση («εξαργύρωση επιταγής, ομολογίας, λαχείου» κ.λπ.) … Dictionary of Greek
κολλυβίζω — (Α) [κόλλυβος] εξαργυρώνω νομίσματα … Dictionary of Greek
λικιντάρω — (διαλ.) εξαργυρώνω, μετατρέπω περιουσία σε ρευστό χρήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. liquidare] … Dictionary of Greek
μαρκάρω — και μαρκαρίζω 1. βάζω μάρκα πάνω σε ένα αντικείμενο, χαράσσω ή σταμπάρω κάποιο αντικείμενο με χαρακτηριστικό εμπορικό ή αναγνωριστικό σήμα («μαρκάρισα τα μαντίλια μου») 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με το βλέμμα μου κάποιον ανάμεσα σε πολλούς («τόν… … Dictionary of Greek